σώσμα

σώσμα
(I)
τὸ, Μ [σῴζω]
1. ανάρρωση, απαλλαγή από ασθένεια
2. σωτηρία από αμαρτία.
————————
(II)
το, Ν [σώνω (Ι)]
απομεινάρι, η τελευταία ποσότητα τού κρασιού από το βαρέλι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σώσμα — το το τελευταίο κρασί του βαρελιού, το απόσωσμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κρασί — Ποτό που παράγεται από την ολική ή μερική αλκοολική ζύμωση του μούστου (γλεύκους) των νωπών σταφυλιών. Από χημική άποψη, το κ. είναι ένα μείγμα από 85 90% νερό, 5 14% αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) και από άλλες ουσίες, που προσδίδουν τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”